- ἐναργεστέρα
- ἐναργεστέρᾱ , ἐναργήςvisiblefem nom/voc/acc comp dualἐναργεστέρᾱ , ἐναργήςvisiblefem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐναργεστέρᾳ — ἐναργεστέρᾱͅ , ἐναργής visible fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργέστερα — ἐναργής visible neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργεστέρας — ἐναργεστέρᾱς , ἐναργής visible fem acc comp pl ἐναργεστέρᾱς , ἐναργής visible fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργεστέραν — ἐναργεστέρᾱν , ἐναργής visible fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναργής — ές (AM ἐναργής, ές) 1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.) 2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.) αρχ. 1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Κουκουλές, Φαίδων — (Ερμούπολη Σύρου 1881 – Αθήνα 1956). Βυζαντινολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Μετά τις φιλολογικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ειδικεύτηκε στη γλωσσολογία και στη βυζαντινολογία στη Γερμανία (1907 11). Διετέλεσε καθηγητής… … Dictionary of Greek
ἐναργεστέραις — ἐναργής visible fem dat comp pl ἐναργεστέρᾱͅς , ἐναργής visible fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)